- ντουμπλάρισμα
- το [ντουμπλάρω]το αποτέλεσμα τού ντουμπλάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ντουμπλάρω — ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος 1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου. 2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία. 3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)